Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ -ούμενα

См. также в других словарях:

  • πετούμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος) 2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο το πτηνό, το πουλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλ ούμενος, πλε… …   Dictionary of Greek

  • πλεούμενο — το / πλεούμενον, ΝΜ πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλέω με την κατάλ. τών μτχ. τών συνηρημένων ρ. ουμένος, ουμένη, ούμενο(ο) (πρβλ. μελλ ούμενα, πετ ούμενα, χρειαζούμενα)] …   Dictionary of Greek

  • πρεπούμενος — η, ον, Ν 1. κατάλληλος, επιβαλλόμενος («έγιναν οι πρεπούμενες τελετές») 2. (το ουδ. ως ουσ. και κυρίως στον πληθ.) το πρεπουμενο και τα πρεπούμενα α) ό,τι αρμόζει ή δικαιωματικώς ανήκει σε κάποιον («τού δωσα το πρεπούμενο») β) το σωστό, το δίκαιο …   Dictionary of Greek

  • πιούμενα — πίνω Aër. fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑούμενα , πίνω Aër. fut part mid neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»